ἐμπυήσῃ

ἐμπυήσῃ
ἐμπυήσηι , ἐμπύησις
suppuration
fem dat sg (epic)
ἐμπυέω
suppurate
aor subj mid 2nd sg
ἐμπυέω
suppurate
aor subj act 3rd sg
ἐμπυέω
suppurate
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμπύηση — η (Α ἐμπύησις) εμπύημα …   Dictionary of Greek

  • εμπύηση — η έμπυασμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμπυασμα — και όμπυασμα, το εμπύηση …   Dictionary of Greek

  • εμπυητικός — ή, ό (Α ἐμπυητικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί εμπύηση …   Dictionary of Greek

  • εμπυώ — (I) ἐμπυῶ ( έω) σχηματίζω πύον, ομπυάζω. (II) ( όω) (AM ἐμπυῶ) (συνήθ. το μέσ.) εμπυούμαι ( όομαι) προκαλώ εμπύηση, μεταβάλλω σε πύον …   Dictionary of Greek

  • επιπύησις — ἐπιπύησις, ἡ (Α) [πύησις] η εκ νέου εμπύηση, η διαπύηση* …   Dictionary of Greek

  • πέπων — ο / πέπων, ον, ΝΑ νεοελλ. η πεπονιά και ο καρπός της, δηλ. το πεπόνι αρχ. 1. (ιδίως για καρπούς) αυτός που κατέστη μαλακός από τον ήλιο, ώριμος, γινωμένος 2. (ιδίως για το κρασί) εύγευστος, γλυκός 3. (για αποστήματα) έτοιμος για εμπύηση 4. ήπιος …   Dictionary of Greek

  • παραπύημα — τὸ, Α εμπύηση, εμπύημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πύον, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *παραπυῶ / έω (πρβλ. αποπύημα)] …   Dictionary of Greek

  • πεπασμός — ὁ, Α [πεπαίνω] 1. πέπανσις* 2. ιατρ. α) (για το φλέγμα ή για τα ούρα) μείωση τής δριμύτητας, μαλάκωμα β) εμπύηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”